- χιάζω
- μετ.1) скрещивать, перекрещивать; 2) помечать крестом; 3) разрезать, рассекать что-л, крестообразно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιάζω — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [χεῑ/χῑ] 1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ 2. τέμνω σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω 2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφο αρχ. 1. (ρητ.)… … Dictionary of Greek
κεχιασμένα — χιάζω play the Chian perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχιασμένᾱ , χιάζω play the Chian perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχιασμένᾱ , χιάζω play the Chian perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχιασμένων — χιάζω play the Chian perf part mp fem gen pl χιάζω play the Chian perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχίακεν — χιάζω play the Chian perf ind act 3rd sg χιάζω play the Chian plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιαζομένων — χιάζω play the Chian pres part mp fem gen pl χιάζω play the Chian pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιᾷ — χιάζω play the Chian fut ind mid 2nd sg (epic) χιάζω play the Chian fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιάζοντα — χιάζω play the Chian pres part act neut nom/voc/acc pl χιάζω play the Chian pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιάσομεν — χιάζω play the Chian aor subj act 1st pl (epic) χιάζω play the Chian fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχίαζον — χιάζω play the Chian imperf ind act 3rd pl χιάζω play the Chian imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχιασμένην — χιάζω play the Chian perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχιάσθαι — χιάζω play the Chian perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)